ὡραισμένην

ὡραισμένην
ὡραίζω
beautify
perf part mp fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μορφοποιός — μορφοποιός, όν (Μ) αυτός που δίνει μορφή, που κατασκευάζει εικόνα, ο ζωγράφος («ἐκ μορφοποιοῡ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες ἐγγραφεῑσαν ἐνθάδε», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”